ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ

Ο Ναός της Αχειροποιήτου.

Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ανατολικά από την αρχαία αγορά, πολύ κοντά στη βυζαντινή λεωφόρο που καλύπτει η σημερινή Εγνατία οδός, υψώνεται ένα σπάνιο για τον ελληνικό χώρο δείγμα παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που σώζεται σχεδόν στο αρχικό ύψος της. Ο Μεγάλος ναός της Θεοτόκου, ένας από τους τέσσερις κυρίους καθολικούς ναούς της πόλης, πήρε μετα το τέλος του 1224 την προσωνυμία Αχειροποίητος από μια εικόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου που λατρευόταν μέσα σ‘ αυτόν. Η ίδρυση του ναού χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνα καθώς στο νάρθηκα του ναού βρέθηκε ψηφιδωτή επιγραφή με το όνομα του κτήτορα του ψηφιδωτού διακόσμου, ιερέα «Ανδρέα», πρόσωπο που οι ερευνητές ταυτίζουν με τον εκπρόσωπο του αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης που πήρε μέρος στη σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451.

Η Αχειροποίητος υπήρξε ο πρώτος ναός της Θεσσαλονίκης που κατέλαβε ο σουλτάνος Μουράτ το 1430 και τη μετέτρεψε σε τζαμί. Η επιγραφή του Μουράτ, επάνω στον όγδοο από ανατολικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας  «Ο σουλτάνος Μουράτ πήρε τη Θεσσαλονίκη. 883» (δηλαδή το 1430), αποτελεί ανεξίτηλη μαρτυρία της άλωσης. Το μνημείο ήταν γνωστό ως Εσκί Τζαμί ή Τζουμά (δηλαδή τζαμί της παλιάς προσευχής της Παρασκευής). Η Αχειροποίητος ξαναλειτούργησε ύστερα από 500 χρόνια το 1930.

Αρχιτεκτονική.

Αρχαιότερα κτίσματα

Ο ναός κτίστηκε πάνω σε ερείπια ρωμαϊκού κτισίματος. Πρόκειται για ενα δημόσιο συγκρότημα λουτρών, του οποίου τμήμα μόνο κατέλαβε η βασιλική της Αχειροποιήτου, ενώ το ανατολικό και βόρειο τμήμα του παρέμεινε σε χρήση και μετά την ίδρυση του ναού.

Ο ναός της Αχειροποιήτου ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της παλαιοχριστιανικής τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερώα, η οποία καταλήγει στα ανατολικά σε ημικυκλική αψίδα. Ο ναός είναι κτισμένος με την κλασσική παλαιοχριστιανική τοιχοποιία στην οποία ζώνες λιθοδομής εναλλάσσονται με ζώνες πλινθοδομής. Δύο κιονοστοιχίες, με 12 κίονες η καθεμία, διαιρούν το ναό σε τρία κλίτη. Το κεντρικό κλίτος απολήγει ανατολικά στο ιερό βήμα. Το βόρειο κλίτος επικοινωνεί ανατολικά με κτίσμα που έγινε παρεκκλήσι στα μεσοβυζαντινά χρόνια και σήμερα τιμάται στο όνομα της Αγίας Ειρήνης. Στον νότιο εξωτερικό τοίχο, η κεντρική θύρα εισόδου φέρει μνημειώδες πρόπυλο, που δείχνει την επικοινωνία του ναού με την πιο σημαντική οδική αρτηρία της αρχαίας πόλης, τη Λεωφόρο. Προσκολλημένο στη νότια πλευρά του ναού σώζεται ένα πρόσκτισμα που θεωρείται το βαπτιστήριο της βασιλικής κατά μία άποψη και κατά μία άλλη το αρχικό διακονικό του ναού. Σε όλο το πλάτος του ναού στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας από όπου εισέρχεται κανείς στον κυρίως ναό μέσα από ένα πολυτελές τρίβιλο με κίονες από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο.

Η στέγη του ναού είναι δικλινής στο κεντρικό κλίτος και χαμηλότερη στα πλάγια κλίτη. Το μνημείο υπέστη αρχιτεκτονικές επεμβάσεις τον 7ο αιώνα και στη συνέχεια τον 14ο-15ο αιώνα, καθώς και αναστηλωτικές εργασίες μετά τους σεισμούς του 1978.

Ψηφιδωτά.

Από τα ψηφιδωτά της Αχειροποιήτου σώθηκαν αυτά που διακοσμούν τα τόξα στις δύο μεγάλες κιονοστοιχίες του ισογείου, στην κιονοστοιχία του νοτίου υπερώου, στα τόξα του τριβίλου και στα δύο μεγάλα τόξα που χωρίζουν το νάρθηκα σε τρία μέρη. Η θεματολογία τους είναι σχετική με τις συμβολικές αλληγορίες του χριστιανικού παραδείσου και της επικράτησης του χριστιανισμού. Τα ψηφιδωτά χρονολογούνται στον 5ο αιώνα και πιστοποιούν την ύπαρξη σημαντικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή.

Στον τοίχο πάνω από τη νότια κιονοστοιχία σώζεται σειρά τοιχογραφιών που εικονίζουν δεκαοκτώ από τους σαράντα μάρτυρες της Σεβάστειας στα χρόνια του αυτοκράτορα Λικινίου. Οι ολόσωμες μορφές πάνω από τους κίονες εναλλάσσονται με προτομές μαρτύρων, οι οποίοι εικονίζονται με στρατιωτική ενδυμασία και κρατούν με το δεξί χέρι σταυρό ως σύμβολο της μαρτυρίας τους.

Η τοιχογραφίες της Αχειροποιήτου χρονολογούνται στο Β’ τέταρτο του 13ου αιώνα, προαναγγέλλοντας τις νέες τάσεις ανανέωσης της ζωγραφικής.