fousiek2_256px

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών-Α” Μέρος

Posted on Posted in Αναλύσεις, Μέση Ανατολή, Στρατηγική & Άμυνα

Γράφει ο Δαβίδ Φουσιέκ, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ

 

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, διεξάχθηκε στις 5-10 Ιουνίου του 1967, και θεωρείται όχι μόνο υπόδειγμα επιτυχημένης στρατηγικής αλλά και ένα από τα ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν καθοριστικά την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Επομένως, η κατανόηση της σημαντικότητας του και των συνθηκών που τον καθόρισαν γίνεται επιτακτική για όποιον επιθυμεί να ασχοληθεί με την στρατηγική και τις διεθνείς σχέσεις.

Μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948, οι Άραβες γείτονες του δεν άργησαν να αδράξουν την ευκαιρία για να επιτεθούν στο νεοσύστατο κράτος χωρίς όμως επιτυχία. Το Ισραήλ κατάφερε με την νίκη του να διασφαλίσει όχι μόνο την εδαφική του ακεραιότητα αλλά καθιέρωσε δυναμικά και την παρουσία του στην περιοχή. Ωστόσο, το τέλος της σύρραξής δεν άμβλυνε το κλίμα εχθρότητας που κυριαρχούσε ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο ισραηλινός λαός είχε την πεποίθηση ότι  δεν μπορεί να επαναπαυτεί και ό,τι χρειάζεται να αναπτύξει περαιτέρω τα μέσα εσωτερικής και εξωτερικής του  εξισορρόπησης προκειμένου να επιβιώσει.  Από την άλλη, η ήττα και οι ενέργειες του Ισραήλ όπως  διωγμός των Παλαιστίνιων, η «Αλ-Νάκμπα», προκάλεσε και άλλο την οργή των Αράβων.

Το πέρας του πόλεμου επέφερε σημαντικές εξελίξεις στους δύο αντιπάλους. Οι Αραβικές κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τους στρατούς τους που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την αποτυχία για να αποκτήσουν εξουσία και ισχύ, π.χ. Συρία. Το 1952, ο Νάσερ και η F.O.M (Free Officers Movement) κατάφεραν το «ακατόρθωτο», δηλαδή να ανατρέψουν τον βασιλιά και να διώξουν  το ξένο ζυγό από την Αίγυπτο. Επιπρόσθετα, η «νίκη» του 1956 στην κρίση του Σουέζ, έκανε τον Νάσερ όχι μόνο ηρώα αλλά και ηγέτη-σύμβολο του αραβικού κόσμου.

Την ίδια στιγμή, τα πράγματα ήταν πολύ πιο ήπια στο Ισραήλ όπου δεν παρουσιάστηκαν κινήματα με σκοπό την πρόκληση πολιτικών αναταραχών, διότι η οποιαδήποτε μορφή υπονόμευσης της εξουσίας θα μπορούσε να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για την επιβίωση του κράτους. Επιπλέον, η πολιτική και κοινωνική αστάθεια στους Άραβες γείτονες αποτελούσε ευκαιρία για την ανάπτυξη των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων και την δημιουργία στρατηγικής για το επερχόμενο πόλεμο, πάντα  υπό την καθοδήγηση της στρατιωτικής ιδιοφυΐας  του Ράμπιν. Είναι γεγονός ότι το σενάριο πόλεμου βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτικής και των δύο πλευρών καθώς οι Άραβες δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν την ντροπή της ήττας του 1948 και το Ισραήλ δεν είχε ξεχάσει το μίσος των  εχθρών του.

Επομένως, οι ισραηλινές δυνάμεις επηρεασμένες από τις προηγούμενες μάχες και το μικρό στρατηγικό βάθος της χώρας, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις για την οικοδόμηση τόσο της άμυνας όσο  και της επίθεσης. Καταρχάς, λόγο του μικρού αριθμού κατοίκων που είχε η χώρα, αποφάσισαν να αφομοιώσουν πάνω από ένα εκατομμύρια μετανάστες και καθιέρωσαν αυστηρή και υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Στην συνέχεια, δημιούργησαν  γρήγορο, ευκίνητο και αποτελεσματικό στρατό που θα εξυπηρετούσε το στρατηγικό δόγμα της αποτροπής λόγο της μικρής επικράτειας της χώρας που έκανε απίθανη την άμυνα στο εσωτερικό της. Το πέρασμα από τον εχθρό της αμυντικής γραμμής θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό και  για αυτό το λόγο έπρεπε να αποτραπεί. Επομένως, η αποστολή ήταν να νικά σε κάθε πόλεμου, καθώς η ήττα θα μπορούσε να σημαίνει και το τέλος της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ.

Από την άλλη, οι Αιγυπτιακές και οι Συριακές δυνάμεις, δεν αντιμετώπισαν το ζήτημα με τόση σοβαρότητα όση και ο αντίπαλος τους. Η νίκη του 1956 συνέβαλε στην δημιουργία κλίματος αυτοπεποίθησης και αλαζονείας που λειτούργησε αρνητικά για την προετοιμασία των στρατιωτικών τους δυνάμεων (η νίκη ήταν πολιτική και όχι στρατιωτική). Ο Νάσερ ήταν επικεντρωμένος στο όραμα του για την εξάπλωση του παν-αραβισμού στην περιοχή που όχι μόνο θα αναβίβαζε το αραβικό στοιχείο στην παλιότερη του σπουδαιότητα αλλά θα έπαιρνε και εκδίκηση από τους αλλόθρησκους Ισραηλινούς. Ωστόσο, η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και προετοιμασίας ήταν αποτρεπτικοί παράγοντες στην πραγματοποίηση του ονείρου τους. Στοιχεία όπως η αίσθηση ασφαλείας (ήταν κυρίαρχη δύναμη στην Μέση Ανατολή), ο φόβος για την πρόκληση αλλού ένα πραξικοπήματος λόγο ενδυνάμωσης του στρατού, ο αποτυχημένος πόλεμος στην Υεμένη , συνέβαλαν στην δυσλειτουργικότητα της στρατιωτικής αιγυπτιακής μηχανής.

Επιπρόσθετα, οι υπόλοιποι αραβικοί σύμμαχοι δεν βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα. Η Συρία αντιμετώπιζε αλλεπάλληλα  πραξικοπήματα και οι συνεχόμενες αλλαγές στην στρατιωτική ιεραρχία υπονόμευαν το στρατιωτικό της δυναμικό. Ωστόσο, και οι σχέσεις ανάμεσα στα Αραβικά κράτη, εκείνη την περίοδο, δεν ήταν σε καλό επίπεδο. Η Σαουδική Αραβία και η Ιορδανία, δεν υποστήριζαν τα μηνύματα ένωσης και αραβικού σοσιαλισμού του Νάσερ, καθώς ήταν επικίνδυνα για τα συμφέροντα τους. Υπήρχε φόβος ότι οι λαϊκίστικες ιδεολογίες θα οδηγούσαν το λαό και το στρατό σε επανάσταση. Εκτός αυτού, η δολοφονία του Βασιλιά της Ιορδανίας Αμπντάλα Α’ το 1951, από Παλαιστίνιους εθνικιστές, οδήγησε στην ανάπτυξη σχέσεων με το Ισραήλ προκειμένου να μπορεί να ελέγξει την μεγάλη παλαιστινιακή μειονότητα στο έδαφός της.

Επιπρόσθετα, το διεθνές περιβάλλον ήταν ένας ακόμα παράγοντας που συνέβαλε στην διαμάχη με αρνητικό τρόπο. Οι επιδιώξεις της Σοβιετικής Ένωσης και της Αμερικής για ηγεμονία στην περιοχή για λόγους στρατηγικής  και οικονομικής σημασίας , όπως είναι ο ενεργειακός της πλούτος (το πετρέλαιο ήταν απαραίτητο για την λειτουργία των πολεμικών μηχανών και για την παραγωγή), καθώς και η εκμετάλλευση από τις δύο δυνάμεις του αραβοϊσραηλινού μίσους, επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση. Συνεπώς, η Αίγυπτος την δεκαετία του 50, επειδή ήταν σοσιαλιστικό κράτος, δέχθηκε την σοβιετική βοήθεια με την μορφή σύγχρονών πολεμικών αεροπλάνων και το Ισραήλ ανάπτυξε θερμές σχέσεις (που κρατάνε μέχρι σήμερα) τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Γαλλία (αεροπορία) και το Ηνωμένο Βασίλειο (τανκς).

 

Βιβλιογραφία:

  1. Fred Halliday (2010), H Μέση Ανατολή στις Διεθνείς Σχέσεις, ισχύς, πολιτική και ιδεολογία, Αθήνα, Εκδόσεις Ξιφάρας, pp. 139-181
  2. Williamson Murray, Mcgregor Knox, Alvin Bernstein (2007), Η ιστορία της στρατηγικής, κυβερνήτες, κράτη και πόλεμος, Αθήνα, Εκδόσεις Τουρίκη, pp.655-709
  3. Peter Paret (2004), Οι δημιουργοί της σύγχρονης στρατηγικής, από τον Μακκιαβέλλι στην Πυρηνική Εποχή, Αθήνα, Εκδόσεις Τουρίκη, pp. 869-1031
  4. Michael B.Oren (2017), Six Days of War, Random House Publishing Group, pp. 33-127