Το προγραμματισμένο για τη μέρα.

Arthur Rimbaud, Une saison en enfer – Αρθούρος Ρεμπώ, Μια εποχή στην κόλαση

A. Rimbaud; Charleville 1854 - Marseille 1891

A. Rimbaud; Charleville 1854 - Marseille 1891

 Jadis, si je me souviens bien, ma vie était un festin où s’ouvraient tous les coeurs, où tous les vins coulaient.

Un soir, j’ai assis la Beauté sur mes genoux. – Et je l’ai trouvée amère. – Et je l’ai injuriée.
Je me suis armé contre la justice.
Je me suis enfui. O sorcières, ô misère, ô haine, c’est à vous que mon trésor a été confié !

Je parvins à faire s’évanouir dans mon esprit toute l’espérance humaine. Sur toute joie pour l’étrangler j’ai fait le bond sourd de la bête féroce.

J’ai appelé les bourreaux pour, en périssant, mordre la crosse de leurs fusils. J’ai appelé les fléaux, pour m’étouffer avec le sable, avec le sang. Le malheur a été mon dieu. Je me suis allongé dans la boue.

 

 

 

Κάποτε, αν καλά θυμούμαι, η ζωή μου ήταν μόνο γιορτή – όπου όλες οι καρδιές άνοιγαν, όπου όλα τα κρασιά κυλούσαν

Ένα βράδυ,  έβαλα την Ομορφιά να καθίσει πάνω στα γόνατά μου.

Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.

Ζώστηκα τ’ άρματα κατά της δικαιοσύνης.

Ξέφυγα. Μάγισσες, μιζέρια, μίσος, σε σας εμπιστεύομαι το θησαυρό μου!

Κατόρθωσα να ξεγράψω απ’ το μυαλό μου κάθ’ ελπίδανθρώπινη.

Με το βουβό σάλτο του άγριου θηρίου, χίμηξα πάνω σ’όλες τις χαρές, να τις ξεσκίσω.

Κάλεσα τους δήμιους γα να δαγκάσω, με τον τελευταίο μου ρόγχο, τα κοντάκια των τουφεκιών τους.

Κάλεσα τις μάστιγες, να με πνίξουν στο αίμα, στην άμμο.

Έκανα τη δυστυχία θεό μου.

Κυλίστηκα στη λάσπη.