Γ3. Ευρωπαϊκή Ένωση και Κλιματική Αλλαγή


Η ΕΕ είναι η πιο πρόσφατη μορφή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) που ιδρύθηκε το 1950 και είχε ως στόχο να μην δαπανώνται οι «πολύτιμες» αυτές πρώτες ύλες σε πολέμους αλλά να τύχουν της δέουσας εκμετάλλευσης σε συνθήκες ειρήνης. Η αρχική εκδοχή της είναι ενδεικτική για τις πηγές πλούτου που διαθέτει ο πυρήνας της Ένωσης, για τα συμφέροντα που προασπίζει διαχρονικά και τα οποία  εξυπηρετεί η διεύρυνσή της.  

 Η ΕΕ όπως είδαμε, έχει επικυρώσει το Πρωτόκολλο του Κυότο και δεσμεύτηκε για την περίοδο 2013-2020. Στα πλαίσια των ευρωπαϊκών στρατηγικών για το 2020, στον τομέα της κλιματικής αλλαγής και της ενέργειας και πάντα με σκοπό την μείωση του κόστους από την αγορά καυσίμων το οποίο για το 2011 ανήλθε σε 388 δισεκατομμύρια ευρώ, έχει θέσει τους στόχους 20/20/20. Αυτοί μεταφράζονται σε 20% περιορισμό των εκπομπών σε σχέση με το 1990 για το σύνολο της ΕΕ, εξασφάλιση του 20% των αναγκών της σε ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 20% μέχρι το 2020[1].

 Οι στρατηγικές για την Ευρώπη του 2020 προβλέπουν επίσης «την έξοδο 20 εκατομμυρίων ανθρώπων από την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό μέχρι το 2020», όμως τα περίπου 20 εκατομμύρια ανέργων στις χώρες της ευρωζώνης τον Μάρτιο 2013, αφήνουν περιθώρια ανησυχιών για τις πιθανότητες επιτυχίας στην επίτευξη των στόχων γενικότερα.

 Επειδή δε το 2020 «για τους περισσότερους επενδυτές είναι προ των πυλών», σύμφωνα με τις δηλώσεις της Επιτρόπου για την Κλιματική Δράση Κόνι Χέντεγκααρντ, η ΕΕ μέσω της Πράσινης Βίβλου και θέτοντας ερωτήματα επιδιώκει να καθορίσει μέσα στο 2013 στόχους για το 2030, με την «κοινωνία χαμηλού άνθρακα» να τοποθετείται στο 2050[2]

 Όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ, όπως και σε άλλους τομείς, υποχρεούνται να ενσωματώσουν στην νομοθεσία τους κάποιους κοινούς κανόνες που αφορούν στην κλιματική δράση και στην προστασία της στοιβάδας του όζοντος.[3]

 Οι επιδόσεις των χωρών της ΕΕ ποικίλουν όπως φαίνεται στον επόμενο πίνακα, με χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία και η Πορτογαλία να θεωρούνται από τις «καθαρότερες» στον τομέα των εκπομπών. Άλλες -από τις οποίες εξαιρούμε τις  «οικονομίες σε μεταβατικό στάδιο» Εσθονία, Πολωνία, Βουλγαρία, Λιθουανία όπως τις ορίζει το Πλαίσιο για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ και την Ελλάδα που θα εξετάσουμε σε άλλο κεφάλαιο-, μεταξύ των οποίων η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Αυστρία, καταλαμβάνουν πολύ χαμηλές θέσεις στον Δείκτη Απόδοσης Κλιματικής Αλλαγής (CCPI) 2013[4].
 
image001

[Η κατάταξη (αριστερά) είναι η θέση από 4 ως 61 που καταλαμβάνει η χώρα μεταξύ 58 εξεταζόμενων χωρών. Οι θέσεις 1-3 έμειναν κενές για το 2013 αφού καμμία χώρα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις κατάταξης σε αυτές με τα κριτήρια που θα δούμε στο κεφάλαιο για την Ελλάδα.]

ΠΗΓΗ: Germanwatch-Climate Action Network Europe

  

Η ΕΕ εφαρμόζει από το 2005 το EU ETS, δηλαδή ένα «εσωτερικό» σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων το οποίο έχει επικριθεί εξαιτίας της αποτυχίας του να περιορίσει ουσιαστικά τις εκπομπές κι επιπλέον, το πλεόνασμα δικαιωμάτων ERU και CER που έχει συγκεντρώσει μέσω των μηχανισμών Καθαρής Ανάπτυξης CDM και Κοινής Εφαρμογής JI μεταξύ των χωρών μελών της, εξασφαλίζουν στις εταιρίες το δικαίωμα εκπομπών CO2 για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς καμμία προσπάθεια περικοπών[5].

Οι περίπου 12.000 ευρωπαϊκές βιομηχανικές μονάδες που συμμετέχουν στο σύστημα (κυρίως τσιμεντοβιομηχανίες, χαλυβουργίες, διυλιστήρια και μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού), δεν μπορούν σε αυτήν την οικονομική συγκυρία να αποκομίσουν κέρδη από τις δημοπρασίες των ETS λόγω της πτώσης των τιμών και του πλεονάσματος στις διεθνείς αγορές, μέρος των οποίων (κερδών) θα υποχρεούνταν να επενδύσουν σε τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα[6]. Ούτε λόγος για να επενδύσουν ίδια κεφάλαια τα οποία δεν μπορούν να αποσβέσουν σε μια αγορά σε κρίση.

Παράλληλα έχουν να ανταγωνιστούν τις τιμές των προϊόντων από τις ρυπογόνες βιομηχανίες των απαλλαγμένων από την δέσμευση περιορισμού των εκπομπών και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αναπτυσσόμενων χωρών, οι οποίες έχουν στην διάθεσή τους ακόμα έναν παράγοντα ελαχιστοποίησης του κόστους –εκτός από την φθηνή εργασία, την οποία η ΕΕ δεν μπορεί ευθέως να υιοθετήσει και να εφαρμόσει σε όλες τις χώρες μέλη της.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την απόσυρση δικαιωμάτων εκπομπών[7] τα οποία οι μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες διακρατούν για να πουλήσουν όταν ανακάμψει το διεθνές χρηματιστήριο δικαιωμάτων εκπομπών και ανέστειλε τις δημοπρασίες τους, απόφαση που θεωρείται οτι σηματοδοτεί την αποτυχία του συστήματος EU ETS[8].

Αντί της απόσυρσης η Επιτροπή έχει επιλέξει την -εκλεκτική σύμφωνα με την υπόθεση που εξετάζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο[9]– ανάπτυξη εμπορικών συνεργασιών κατά το δοκούν, με αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα -οι οποίες είναι πιθανόν να υποχρεωθούν με την σειρά τους στο εγγύς μέλλον, να περιορίσουν τις εκπομπές τους και να οδηγηθούν οι ίδιες στην απόκτηση ETS μέσω προγραμμάτων CDM. Ήδη η κινεζική αγορά άνθρακα μεθοδεύει την έκδοση εσωτερικών CER τα CCER (China CER) βάσει των οποίων τα προγράμματα που εκτελούνται από άλλες χώρες στην Κίνα και προορίζονται για την έκδοση Πιστοποιημένων Μειώσεων Εκπομπών (CER) θα μετατρέπονται σε CCER και έτσι θα μειωθεί το πλεόνασμα δικαιωμάτων και θα αυξηθούν οι τιμές στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή αγορά[10].

 Οποιαδήποτε χώρα τόσο στενά «δεμένη με την ευρωζώνη» όσο η Ελλάδα, «μπορεί να γίνει πύλη για επενδύσεις μεταξύ Κίνας και Ευρώπης», όπως τόνισε ο πρωθυπουργός της κ. Σαμαράς σε ομιλία του στην Κίνα[11]. Λόγω όμως αδυναμίας της Ελλάδας να επενδύσει οτιδήποτε, οπουδήποτε στην τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα, προφανώς οι ρυπογόνες χώρες που αποτελούν τροχοπέδη για την μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, θα αποτελέσουν άριστους προορισμούς επενδύσεων άλλων χωρών της ΕΕ σε πολλαπλά επίπεδα και τομείς.

 Παράλληλα είναι και πιθανοί αγοραστές ελληνικών επιχειρήσεων που θα αποκρατικοποιηθούν, αφού όπως ενημέρωσε ο πρωθυπουργός τους κινέζους επιχειρηματίες, μεταξύ των «κατάλληλων κινήτρων που εξυπηρετούν τις ανάγκες των επενδυτών», στους νόμους που ψηφίστηκαν, περιλαμβάνονται: «Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και η απλούστευση περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων».

Η μέθοδος του -εικονικού όπως αποδείχθηκε- περιορισμού των εκπομπών μέσω της σκόπιμης μείωσης παραγωγής, της μετεγκατάστασης βιομηχανιών σε αναπτυσσόμενες χώρες και της εισαγωγής  φθηνών προϊόντων που εφαρμόστηκε στην -παλαίμαχη των αποικιοκρατικών πολιτικών- Βρετανία, στην πραγματικότητα αύξησε αθροιστικά και εις βάρος των παγκόσμιων στόχων τις εκπομπές CO2[12], σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής της Βουλής των Κοινοτήτων για την Κλιματική Αλλαγή και την Ενέργεια[13], ενώ αύξησε και το «αποτύπωμα άνθρακα» της χώρας, δηλαδή:

    τις εκπομπές από την καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας,

    τις μεταφορές μαζί με την ναυσιπλοΐα και την αεροπλοΐα και την βιομηχανική παραγωγή·

    τις άμεσες εκπομπές από την θέρμανση κατοικιών και επιχειρήσεων·

    δραστηριότητες όπως η γεωργία, η δασοπονία και η διαχείριση αποβλήτων και

    οι εισαγόμενες εκπομπές που είναι ενσωματωμένες στην κατανάλωση εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών.

Η Βρετανία έχει θέσει από το 2011 τον εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο της μείωσης κατά 50% των εκπομπών της μέχρι το 2025, όμως ως ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς «ενσωματωμένων εκπομπών», επικρίθηκε για την υποκριτική επίρριψη ευθυνών για την κλιματική αλλαγή σε χώρες όπως η Κίνα, πίσω από την οποία διασφαλίζει την δική της υψηλή κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών[14].

 Η επόμενη 19η Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή τον Οκτώβριο 2013, θα πραγματοποιηθεί στην Πολωνία, χώρα γνωστή ως μια από τις πλέον ρυπογόνες της ΕΕ, με τεράστια αποθέματα λιγνίτη (όπως η Ελλάδα) και φυσικού αερίου το οποίο σκοπεύει να εκμεταλλευτεί και η οποία έχει αιτηθεί από την ένταξή της, να της παρασχεθεί μεγαλύτερος χρόνος για να συμμορφωθεί με στόχους του 20/20/20, ενώ πρόσφατα αντιτάχθηκε στην υιοθέτηση του Οδικού Χάρτη για τις Μειώσεις των Εκπομπών μετά το 2020[15].

Ποικίλα και πολυεπίπεδα μέτρα και σταθμά παγκοσμίως και εντός της ΕΕ, πάντα ανάλογα με την διαπραγματευτική δύναμη της κάθε χώρας η οποία εξαρτάται από τον βαθμό ενεργειακής, παραγωγικής, οικονομικής και πολιτικής αυτάρκειας -ή επάρκειας.

Διαφεύγει της προσοχής των κυβερνήσεων, των βιομηχανιών και γενικότερα όσων τοποθετούν υπεράνω όλων τον πλουτισμό,  οτι ο πλανήτης και η ατμόσφαιρα δεν έχουν σύνορα και οτι η Γη είναι ένα ενιαίο περιβάλλον κι ένας ζωντανός οργανισμός. Η πλειοψηφία, το 99% κατά μια άποψη, των κατοίκων της Γης δεν αποκομίζει κανένα κέρδος από την καταστροφική εκμετάλλευσή της, παρά την ευρύτατη και βαθύτατη διαστρέβλωση των δεδομένων με σκοπό την δημιουργία αναγκών, εντυπώσεων και συμπερασμάτων.

Αντιθέτως, η ανθρώπινη ύπαρξη έχει κοινή μοίρα και ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι αλληλένδετος με τον πλανήτη που μας φιλοξενεί και προς τον οποίο οφείλουμε σεβασμό.

  

(1)

image002

[Από τις παλαιές χώρες-μέλη της ΕΕ, οκτώ (μεταξύ τους και η Ελλάδα) έχουν ήδη υπερκαλύψει τους στόχους τους βάσει του Κυότο, ενώ επτά απέχουν ακόμη. Για την Ελλάδα, η στόχος του Πρωτοκόλλου του Κυότο είναι να περιορίσει στο 25% την αύξηση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μεταξύ του «έτους βάσης» και της περιόδου 2008-2012. Το 2010 το επίπεδο των εκπομπών ήταν μόνο κατά 10,6% υψηλότερο από ότι το έτος βάσης (δηλαδή εντός του στόχου), εξέλιξη που σε κάποιο βαθμό πρέπει να αντανακλά και την υποχώρηση της οικονομικής


[3]  EC Climate Action http://ec.europa.eu/dgs/clima/acquis/index_en.htm (26.4.2013)

[4]  Germanwatch http://germanwatch.org/en/ccpi (14.5.2013)

[5]  Sandbag  http://www.sandbag.org.uk/ (15.5.2013)

[13]  House of Commons, Energy and Climate Change Committee http://www.publications.parliament.uk/pa/cm201012/cmselect/cmenergy/1646/1646.pdf (23.5.2013)

Comment here....