Προσφυγοπούλλα μέρος Α’

"Cyprus 19th cent costumes" by Pascal Sebah - http://www.wdl.org/en/item/337. Licensed under Public Domain via Wikimedia Commons - http://bit.ly/1CEUhG1

«Cyprus 19th cent costumes» by Pascal Sebah – http://www.wdl.org/en/item/337. Licensed under Public Domain via Wikimedia Commons – http://bit.ly/1CEUhG1

Ο Παπά Γιωρκής εμπήκεν φουρτζισμένος μες την αυλήν του σπιθκιού του. Ετράβησεν μιαν καρέκλαν τζι έκατσεν. Έβαλεν το ηλιοκαμένον σιέριν του βαθκιά μες την τζιέπην του τζι έφκαλεν έναν πακκέττον τσιάρα τζιαι μιαν σπιριθκιάν τζιαι έαψεν έναν. Ετράβησεν μιαν ρουφκιάν σάννα τζιαι ήταν να πνίξει τα φαρμάτζια τζιαι τους καημούς. Το μμάτιν του εθώρεν πέρα, την Μεσαρκάν που εποτυλίετουν, ολοτζίτρινη πριν το θέρος. ‘Εσυρεν το ποτσίαρον χαμαί τζιαι πάτησεν το να σβήσει.

«Ορθοδοξία! Ορθοδοξία! Πού εισαι; Εννά κάμεις κανέναν καφέν οξά εννά μας αφήκεις έτσι σήμμερα;» Η παπαθκιά επολοήθηκεν που την κουζίναν «έρκεται Γιωρκή μου». Η φωνή της όμως εν είσιεν αγάπην μέσα της. Έβαλεν τον καφέν μες τον τζισβέν τζιαι πας την φωθκιάν, σαν εμάσιετουν να συγκρατηθεί να μεν κλάψει. Έτριψεν τα μμάθκια της με το δεξίν της, το ζαβρόν να βαστά τον τζισβέν. Ήρτεν σιγά-σιγά πόξω, τζιαι ξαπόλησεν τον δίσκον με τον καφέν τζιαι το νερόν πας το τραπεζούιν δίπλα που τον Παπά Γιωρκήν. Εξεκίνησεν να πάει πίσω στο μαείρεμαν της, αλλά ο Γιωρκής έπιαεν την που το σιέριν. «Εν κάθεσαι λλίον μιτά μου παπαθκιά; Έσιει τζιαιρόν να μου κάμεις παρέαν.» Η Ορθοδοξού ένωσεν τον θυμόν να την πνίει. Έθελεν να του πει πολλά. Να του πει πως ως τωρά εν έθελεν την παρέαν της. Να του πει ότι αντρέπετουν που τους χωρκανούς. Ότι την έκαμεν ρεζίλιν, αλλά επειδή ήταν παπαθκιά ούτε να μεν πάει στην εκλησιάν εν εμπόρεν. Έθελεν. Έθελεν να τα πεί αλλά εσσιώπησεν. Επήεν να πει «μα έχω το μαείρεμαν» αλλά εν το είπεν ούτε τζιείνον.

Έκατσεν δίπλα του. Ο Παπά Γιωρκής εν εδίκλησεν να την δει. Τα μμάθκια του ήταν προς την Μεσαρκάν ακόμα, αλλά ο νους του ήταν αλλού. «Πέμου Ορθοδοξία, ίνταμπου καμες σήμμερα; Έσφαξες τον πετεινόν οξά εδάκκασεν σε πάλαι;» Επήεν ν’αστειευτεί αλλά εν του έφκαιννεν, ήταν πολλά αδέξιος ο τρόπος του, εν ήταν ειλικρινής. Η Ορθοδοξού εν έξερεν τι να του πει. «Εεε, έσφαξα τον, βράζω τον τωρά…»

Ο Παπά Γιωρκής εν την άκουσεν καν. Το μμάτιν του ακόμα στην Μεσαρκάν. Με το σιέριν του έκνιθεν το γένιν του που άρκεψεν να πετάσσει σιγά-σιγά κάτι άσπρες τρίσιες. Με το άλλον του το σιέριν εσήκωσεν το ποτήριν τζιαι έσταξεν λλίον νερόν μες τον καφέν. Οι κινήσεις του αργές, προσεκτικές. Εσήκωσεν το φεντζιάνιν τζιαι ρούφησεν λλίον καφέν. «Εν μερακλίδικος ο καφές σου, όπως πάντα.» Εν του απάντησεν. Εν έξερεν τι να του πει. Είσιεν κάτι μήνες που το μόνον που άκουσεν που λλόου του ήταν φωνές, θυμοί, ξιτιμασιές. Σάννα τζιαι ξαφνικά εν ήταν η γεναίκα του πιον, αλλά ένας πελάς που του φορτώσαν με το ζόριν. Κακόθυμος εξύπναν, κακόθυμος έππεφτεν. Τζιαι ούλλη μέρα έλειπεν, ποτζιεί-ποδά, για στο περβόλιν, για στον καφενέν, για στην εκλησιάν. Καμιάν-θκυο φορές ήρτεν έσσω μεσάνυχτα, τα γένια του να μυρίζουν κονιάκκιν. Επήεν να τον ρωτήσει μιαν-θκυο φορές, αλλά αγρίεψεν της τζιαι είπεν της να μεν νικατώννεται μες τες δουλειές των αδρώπων. Εν είσιεν κανέναν να τα πει να ξαλαβρώσει. Η αρφή της ήταν λλίον περήφανη τζιαι αζούλα. Ο αρφός της ήταν να της πει τζιαι τζείνος να κάμνει ότι της λαλεί ο άντρας της τζιαι να μεν μουρμουρά. Η φίλη της η Ζυμπουλλού ήταν λλίον κουτσομπόλα τζιαι εν της είσιεν εμπιστοσύνην. Ήταν μανισιή της με τον πόνον της, μες την άγνοιαν της.

Τζιαι μιαν ημέραν ο κόσμος της ούλλος εχάθηκεν πουκας τα πόθκια της.

Μέρος Β’

This entry was posted in Ιστορίες. Bookmark the permalink.

1 Responses to Προσφυγοπούλλα μέρος Α’

  1. Παράθεμα: Εκπαιδευμένος |

Σχολιάστε